- κοσμοκρατορία
- η (Μ κοσμοκρατορία) [κοσμοκράτωρ]η κυριαρχία και η διακυβέρνηση όλου ή σχεδόν όλου τού κόσμου, παντοδυναμία («η κοσμοκρατορία τού Μεγάλου Αλεξάνδρου»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοσμοκρατορία — η η εξουσία και διακυβέρνηση όλου του κόσμου: Η κοσμοκρατορία της Ρώμης ωφέλησε την ανθρωπότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοσμοκρατορικός — ή, ο (ΑM κοσμοκρατορικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κοσμοκράτορα ή στην κοσμοκρατορία («τῆς κοσμοκρατορικῆς ἀρχῆς τοῡ νικητοῡ βασιλέως», Ευσ.). επίρρ... κοσμοκρατορικῶς (Μ) με δύναμη κοσμοκράτορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμοκρατορία ή… … Dictionary of Greek
Πολύβιος — (Μεγαλόπολις, Αρκαδία περ. 205 π.Χ. – περ. 125/120 π.Χ.). Αρχαίος Έλληνας ιστορικός. Γιος του στρατηγού της Αχαϊκής Συμπολιτείας Λυκόρτα, αναμείχθηκε και ο ίδιος στην πολιτική ζωή της συμπολιτείας. Το 168, μετά τη συντριβή της μακεδονικής δύναμης … Dictionary of Greek
κοσμ(ο)- — (ΑM κοσμ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που δηλώνει: 1. το σύνολο τών ανθρώπων, την οικουμένη (πρβλ. κοσμοκράτης, κοσμοξακουσμένος): 2. την επίγεια ζωή (πρβλ. κοσμόβιος, κοσμοκαλόγερος) 3. το σύμπαν, το στερέωμα, το διάστημα (πρβλ.… … Dictionary of Greek
ρωμαιοκρατία — η, Ν η επικράτηση, η κοσμοκρατορία τής Ρώμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ρωμαίος + κρατία (< κράτης < κράτος), πρβλ. κεφαλαιο κρατία. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στον Αν. Πολυζωίδη] … Dictionary of Greek
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek
Πέλλας, νομός — Διοικητική διαίρεση της περιφέρειας Kεντρικής Μακεδονίας, στο βορειοδυτικό τμήμα της, που συνορεύει στα Β με τα Σκόπια, στα Α με τους νoμούς Κιλκίς και Θεσσαλονίκης, στα Ν με τους νομούς Ημαθίας και Κοζάνης και στα Δ με τον νομό Φλώρινας. Έχει… … Dictionary of Greek
Σύλλας, Λεύκιος Κορνήλιος — (Lucius Cornelius Silla). Ρωμαίος πολιτικός και στρατηγός (138 π.Χ. 78 π.Χ.). Από ξεπεσμένη οικογένεια πατρικίων, ενδιαφέρθηκε για την πολιτική μόνο σε ηλικία 50 ετών· ως τότε τον απασχολούσαν μόνο οι διασκεδάσεις, αν και είχε καταλάβει και… … Dictionary of Greek